Έπαυλη Μοδιάνο
Χτίστηκε το 1906 ως κατοικία της οικογένειας του τραπεζίτη Γιακό Μοδιάνο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο, ο οποίος πρόσθεσε στο εκλεκτικιστικό της ύφος -κυρίως στα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής εισόδου -στοιχεία Art Nouveau.
Η διαμόρφωση των όψεων ακολουθεί την τυπική τριμερή διαίρεση βάση-κορμός-στέψη, με βαριά λίθινη ακανόνιστη τοιχοποιία στο ημιυπόγειο, ελαφρότερη επεξεργασία με επιχρισμένες επιφάνειες, εμφανείς πλίνθους και μεγάλα ανοίγματα στον κορμό, δηλαδή στους δύο κύριους ορόφους και στέγη με φολιδωτά κεραμίδια και παράθυρα στη στέψη. Αυτά είναι και τα τέσσερα επίπεδα του κτiρίου, συνολικής έκτασης 1200 τετρ.μέτρων∙ καθένα από αυτά περιέχει ένα μεγάλο κεντρικό οκταγωνικό χώρο γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται ασύμμετρα τα δωμάτια της έπαυλης. Η ασυμμετρία αυτή, που προβάλλεται και στις όψεις, είναι χαρακτηριστική της εκλεκτικιστικής διάθεσης αλλά και της γραφικότητας (pittoresque) του συνολικού ύφους αυτών των επαύλεων. Ένας βαθύς, διώροφος εξώστης καμπυλώνει τη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου με κίονες και ελλειψοειδή τόξα στην περίμετρο∙ η διώροφη αυτή «loggia» (στοά), με θέα τη θάλασσα δυτικά και την κορυφογραμμή του Ολύμπου στα νότια, καθιστούσε ξεχωριστή την έπαυλη Μοδιάνο από τις υπόλοιπες της περιοχής.
Ως κατοικία των Μοδιάνο το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα: το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο και παραχωρήθηκε στη βασιλική οικογένεια, κατόπιν στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, για να ξαναγίνει ανάκτορο για τον Γεώργιο Β΄, ο οποίος πρόσθεσε το 1937 το φυλάκιο στην ανατολική όψη. Το 1947 εγκαθίσταται στο κτήριο η νεοϊδρυθείσα Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, στις αρχές του 1960 η Ιερατική Σχολή και στα τέλη ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος ως το 1970, που παραχωρείται στο ιδρυθέν την ίδια χρονιά ως ΝΠΔΔ Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας.
Σήμερα, το κτήριο του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας , κηρυγμένο ήδη από το 1980 ως διατηρητέο μνημείο μαζί με τον αύλειο χώρο του, στεγάζει τις μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις του ιδρύματος, τις αίθουσες εκπαιδευτικών προγραμμάτων, βιβλιοθήκη- αναγνωστήριο, το πωλητήριο και τα γραφεία του προσωπικού.
Το κτίριο βρίσκεται στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 68.
Η διαμόρφωση των όψεων ακολουθεί την τυπική τριμερή διαίρεση βάση-κορμός-στέψη, με βαριά λίθινη ακανόνιστη τοιχοποιία στο ημιυπόγειο, ελαφρότερη επεξεργασία με επιχρισμένες επιφάνειες, εμφανείς πλίνθους και μεγάλα ανοίγματα στον κορμό, δηλαδή στους δύο κύριους ορόφους και στέγη με φολιδωτά κεραμίδια και παράθυρα στη στέψη. Αυτά είναι και τα τέσσερα επίπεδα του κτiρίου, συνολικής έκτασης 1200 τετρ.μέτρων∙ καθένα από αυτά περιέχει ένα μεγάλο κεντρικό οκταγωνικό χώρο γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται ασύμμετρα τα δωμάτια της έπαυλης. Η ασυμμετρία αυτή, που προβάλλεται και στις όψεις, είναι χαρακτηριστική της εκλεκτικιστικής διάθεσης αλλά και της γραφικότητας (pittoresque) του συνολικού ύφους αυτών των επαύλεων. Ένας βαθύς, διώροφος εξώστης καμπυλώνει τη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου με κίονες και ελλειψοειδή τόξα στην περίμετρο∙ η διώροφη αυτή «loggia» (στοά), με θέα τη θάλασσα δυτικά και την κορυφογραμμή του Ολύμπου στα νότια, καθιστούσε ξεχωριστή την έπαυλη Μοδιάνο από τις υπόλοιπες της περιοχής.
Ως κατοικία των Μοδιάνο το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα: το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο και παραχωρήθηκε στη βασιλική οικογένεια, κατόπιν στο Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, για να ξαναγίνει ανάκτορο για τον Γεώργιο Β΄, ο οποίος πρόσθεσε το 1937 το φυλάκιο στην ανατολική όψη. Το 1947 εγκαθίσταται στο κτήριο η νεοϊδρυθείσα Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, στις αρχές του 1960 η Ιερατική Σχολή και στα τέλη ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος ως το 1970, που παραχωρείται στο ιδρυθέν την ίδια χρονιά ως ΝΠΔΔ Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας.
Σήμερα, το κτήριο του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας , κηρυγμένο ήδη από το 1980 ως διατηρητέο μνημείο μαζί με τον αύλειο χώρο του, στεγάζει τις μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις του ιδρύματος, τις αίθουσες εκπαιδευτικών προγραμμάτων, βιβλιοθήκη- αναγνωστήριο, το πωλητήριο και τα γραφεία του προσωπικού.
Το κτίριο βρίσκεται στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 68.